Ο Λαρς φον Τρίερ ντύνει με το πρόσχημα της εναλλακτικής ταινίας καταστροφής τις πεσιμιστικές αλλά τόσο εύστοχες πεποιθήσεις του για την ανθρώπινη αυτοκαταστροφικότητα.
Η νιόπαντρη Τζαστίν κατευθύνεται, με τον άντρα της, στο σπίτι όπου θα γιορτάσει το γάμο της, μαζί με την αδελφή της, Κλερ και το δικό της σύζυγο, τους χωρισμένους γονείς τους, γονείς και φίλους. Παράλληλα, ο πλανήτης Μελαγχολία, που μέχρι τώρα κρυβόταν πίσω από τον ήλιο, έχει μπει σε απειλητική τροχιά προς τη Γη και είναι πιθανό να συγκρουστεί μαζί της!
Η ταινία ξεκινά με μια οκτάλεπτη σεκάνς, στο μαγικό ultra slow motion που δοκίμασε ο Τρίερ και στον «Αντίχριστο», όπου οι κεντρικές ηρωίδες της ταινίας, οι αδελφές Τζαστίν και Κλερ, διανύουν τους κήπους της έπαυλης κι εγκλωβίζονται στα φυσικά στοιχεία, προσπαθώντας να γλιτώσουν από την πρόσκρουση με τον πλανήτη Μελαγχολία. Το τέλος της ταινίας ή ένα όνειρο της πρωταγωνίστριας; Ο,τι από τα δύο, μια από τις πιο όμορφες και καθηλωτικές σεκάνς που έχουν προβληθεί ποτέ στην οθόνη.
Κι αμέσως μετά, επιστροφή στην πραγματικότητα: κάμερα στο χέρι και μια οικογένεια μεγαλοαστών, κλεισμένη σ’ένα απομονωμένο αρχοντικό σπίτι, συγκεντρώνεται για να γιορτάσει το γάμο της κόρης Τζαστίν, μόνο για να δει αυτόν αλλά και όλες τις υπόλοιπες σχέσεις να διασπώνται, αποτινάσσοντας την ανειλικρίνεια που τις διατηρούσε. Η ταινία χωρίζεται σε δύο ενότητες, αφιερωμένες στις δύο αδελφές: την Τζαστίν, πιο ευάλωτη, ευαίσθητη και διορατική και την Κλερ, αποστασιοποιημένη και συμβιβασμένη. Η ιστορία τους εξελίσσεται μέσα σε λίγες εβδομάδες, υπό την απειλή του Μελαγχολία που ολοένα πλησιάζει τη Γη και αποκαλύπτει τι βρίσκεται κάτω από την υποχρέωση και την προσποίηση.
Εκτός από συγκλονιστικός και τολμηρός σκηνοθέτης, ο Λαρς φον Τρίερ έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια ότι είναι δύο ακόμα πράγματα: αριστερός και καταθλιπτικός. Καμία ταινία του ως τώρα δεν έχει συμπυκνώσει με τόση σαφήνεια την κοσμοθεωρία του. Ταινία καταστροφής θεωρητικά, η «Μελαγχολία» είναι στην πραγματικότητα ένα καθαρό βορειοευρωπαϊκό δράμα δωματίου, χαρακτήρων και ηθών, κάτι μεταξύ Μπέργκμαν και «Festen».
Ένα μικρό, αντιπροσωπευτικό δείγμα της υψηλής τάξης υποφέρει από το τίποτα, μεγαλοποιεί τα ασήμαντα εμπόδια που αντιμετωπίζει, αναλώνεται σε μια ανεξάντλητη αυτοαναφορά, ενώ στην πραγματικότητα ο κόσμος – όχι μόνο ο δικός τους, αλλά ολόκληρος – έχει ημερομηνία λήξης λίγων ημερών. Κι εκείνοι, βαθειά αλαζόνες, κοιτάζουν τις λεπτομέρειες στην επιφάνεια του φονικού πλανήτη, με το τηλεσκόπιο, από την ασφάλεια της δικής τους, περιφραγμένης γης. Σαν τη λιμουζίνα των νεονύμφων που δε χωράει να φτάσει στο σπίτι τους, ετσι και η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να κουμαντάρει τις συμπαντικές εξελίξεις και αποφάσεις. Τι υπέροχη ιδέα!
Η Τζαστίν είναι ανήσυχη, κάτι της φταίει και δεν ξέρει τι, ξεσπά με σιωπή ή με φωνές και προκαλεί το ενδιαφέρον των γύρω, με τη χαρακτηριστική πολυτέλεια της σημερινής εποχής. Είναι αλαφροΐσκιωτη, παρορμητική, καταπιέζεται από παντού, αλλά γνωρίζει διαισθητικά την αλήθεια και μέσα από την κουραστική, για όλους, κυκλοθυμικότητα και υστερία, αναδεικνύεται στον πιο δυνατό χαρακτήρα, ίσως επειδή έχει την τόλμη να περιμένει το μετά με ενφιαφέρον – πόσο μοιάζει με το σκηνοθέτη της αυτή η ηρωίδα!
Εξαιρετικοί ευρωπαίοι ηθοποιοί, ο Τζον Χερτ και η Σαρλότ Ράμπλινγκ ως χωρισμένοι γονείς που τρώγονται μεταξύ τους, ο Στέλαν Σκάρσκγκααρντ αυτοκρατορικός στο ρόλο του αφεντικού της Τζαστίν, η Σαρλότ Γκένσμπουργκ, εύθραυστη και ατμοσφαιρική Κλερ, πλαισιώνουν την Κίρστεν Ντανστ, σ’ένα ρόλο με δυσβάσταχτη βαρύτητα, στον οποίο ανταποκρίνεται με δύναμη και ακτινοβολία (αν και όχι με την ιδιαίτερη ή απαιτητική ερμηνεία που θα δικαιολογούσε το Βραβείο που κέρδισε στο Φεστιβάλ Καννών).
Αυτή τη φορά, ο Τρίερ μοιάζει να αγαπάει τους ήρωές του περισσότερο: όχι ότι δεν τους κατατροπώνει και πάλι, αλλά τους παίρνει τη ζωή με τρομερή ηρεμία, σα χάδι, χωρίς πόνο και βία, όμορφα, με εικόνες βγαλμένες από σκοτεινό ρομαντικό παραμύθι. Ηρεμία ίσως είναι η λέξη κλειδί στην ταινία, για καλό και για κακό. Η μεγάλη της διάρκεια, οι τόσο χαμηλοί της τόνοι, η αίσθηση της διαβρωτικής αναμονής, της προσθέτουν μια αίσθηση βωβού πόνου, σαν τιθασευμένου από αντικαταθλιπτικά, που στην πορεία γίνεται ιδιαίτερα διαπεραστικός.
Από την άλλη πλευρά, όλη αυτή η επιμηκυμένη ηρεμία και συγκράτηση, η συνειδητή αποστασιοποίηση από τους ήρωες και τα συμβάντα της ζωής τους, έχει ως αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται συναισθηματικά ο θεατής, να μη συγκινείται και να μην εμπλέκεται. Ταυτόχρονα, το εικασιτκό μεγαλείο της «Μελαγχολίας», γιατί για μεγαλείο πρόκειται, βαραίνει το φιλμ με αξέχαστες εικόνες που δεν οδηγούν, όμως, προς κάποια κατεύθυνση. Σα να παραφόρτωσε ο Τρίερ την ιδέα του με τεράστια στολίδια που καπελώνουν την κυνική του ματιά πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αλλά, πάλι, πότε ήταν λάτρης της απλότητας για να γίνει τώρα;
Πηγή: flix.gr