- Αρχική
- Υπηρεσίες
- Ψυχομετρικά Τεστ
- Ψυχομετρικά Τεστ για Παιδιά
- Παιδικό Ιχνογράφημα
Παιδικό Ιχνογράφημα
Ιστορική αναδρομή
Το ιχνογράφηµα και η ζωγραφική αναγνωρίζονται ως δύο από τους σηµαντικότερους τρόπους έκφρασης των παιδιών και έχουν επανειληµµένα συνδεθεί µε την αποτύπωση της προσωπικότητας και των συναισθηµάτων τους. Οι ζωγραφιές τους αντανακλούν τον εσωτερικό τους κόσµο και απεικονίζουν στοιχεία που αφορούν στην ψυχολογική τους κατάσταση και το διαπροσωπικό τους ύφος.
Το ενδιαφέρον για τη σύνδεση της ψυχικής και νοητικής κατάστασης του ατόµου µε τη ζωγραφιά του ξεκινά ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι ειδικοί αυτής της περιόδου θεωρούσαν ότι η εικαστική έκφραση των ψυχικά ασθενών επιβεβαίωνε τη διάγνωσή τους και ειδικά στην περίπτωση της σχιζοφρένειας.
Κατά τη δεκαετία του 1920 ένας ιστορικός τέχνης (Hans Prinzhorn) ενδιαφέρθηκε για έργα τέχνης οι δημιουργοί των οποίων ήταν ψυχικά πάσχοντες. Συνέλεξε πλήθος έργων και αυτή η συλλογή έστρεψε την προσοχή του κοινού στην άποψη ότι οι εικαστικές εκφράσεις μπορούν να έχουν διαγνωστική αξία και αφετέρου να παίξουν ένα σηµαντικό ρόλο στην αποκατάσταση των ασθενών (MacGregor, 1989).
Παράλληλα µε την ανάπτυξη της ψυχολογίας του παιδιού αυξανόταν και το ενδιαφέρον για τη διαγνωστική αξία της ζωγραφιάς τους. Οι πρώτες έρευνες εστίασαν στη χρήση της ζωγραφικής για τον καθορισμό του επιπέδου της νοημοσύνης (Burt, 1921). Ο Burt κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η ζωγραφική έχει λιγότερη σχέση µε τις νοητικές ικανότητες του παιδιού από ότι έχουν τα τεστ νοημοσύνης, ωστόσο πλεονεκτεί σε άλλα σηµεία αφού δεν πρόκειται για µια µαθηµένη δεξιότητα.
Η Goodenough (1926) δηµιούργησε το τεστ «Ζωγράφισε έναν άνθρωπο» βασιζόµενη στην υπόθεση ότι ορισµένες πτυχές του σχεδιασµού σχετίζονται µε τη νοητική ηλικία και εποµένως µπορούν να συµβάλλουν στην αξιολόγηση της νοημοσύνης. Επιπλέον, η Goodenough παρατήρησε ότι εκτός από τη νοημοσύνη το «Ζ-Ε-Α» αποκαλύπτει και κάποια στοιχεία της προσωπικότητας του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα θεωρήθηκε ότι µια ανθρώπινη µμορφή σχεδιασμένη από ένα παιδί, παρέχει πληροφόρηση για τα ίδια, αλλά και για την εικόνα που έχουν για τους άλλους.
Η πιο πάνω άποψη αποτελεί και τη βάση ερμηνείας των προβολικών τεστ στα οποία συγκαταλέγονται και οι ζωγραφιές των παιδιών. Αντανακλούν στοιχεία της προσωπικότητας, σκέψεις, αντιλήψεις και συναισθήματα τα οποία δεν µπορούν να εκφραστούν µε τρόπο λεκτικό και ιδιαίτερα από παιδιά των οποίων το λεξιλόγιο δεν ακολουθεί την ηλικία τους.
Εκτός από τη Goodenough, και µια άλλη ειδικός η Machover (1949), δίνοντας τη δική της ανάλυση για το τεστ «Ζωγράφισε έναν Άνθρωπο» θεωρεί ότι όταν ο ενήλικας ή το παιδί σχεδιάζει ακολουθώντας την οδηγία, το αποτέλεσμα σχετίζεται:
« … απόλυτα µε τις δικές του προσωπικές παρορμήσεις, ανησυχίες, συγκρούσεις και αντισταθμιστικά χαρακτηριστικά. Κατά µία έννοια η σχεδιασµένη μορφή είναι το πρόσωπο, το δε χαρτί είναι το περιβάλλον» (σ.35).
Αντίληψη της παιδικής ζωγραφιάς ως µέσο επικοινωνίας
Η παιδική ζωγραφιά φαίνεται ότι χρησιμεύει και σε άλλα επίπεδα έκφρασης του παιδιού. Στο πλαίσιο µιας θεραπευτικής διαδικασίας το σχέδιο αποτελεί ένα µέσο για το παιδί να φέρει, να ανασύρει συναισθήματα, εμπειρίες, αλλά και να λύσει προβλήματα (Rudolph & Arheim, 1974). Το σχέδιο λοιπόν δεν είναι πια µόνο ένα µέσο αξιολόγησης τόσο της νοημοσύνης, όσο και των συναισθηματικών συγκρούσεων του παιδιού, αλλά και ένα µέσο διευκολυντικό για την ανάπτυξή του.
Η ζωγραφική του παιδιού θεωρήθηκε και ως ένα µέσο επικοινωνίας ανάμεσα στο θεραπευτή και το παιδί. Πρωτοπόρος σε αυτό υπήρξε ο Donald Winnicott (1971), ο οποίος ανέπτυξε µια τεχνική την οποία ονόμασε «το παιχνίδι του ορνιθοσκαλίσματος». Σύμφωνα µε το παιχνίδι αυτό και τα δύο μέρη δημιουργούν ορνιθοσκαλίσματα, ζωγραφίζοντας μαζί. Ο θεραπευτής ξεκινούσε µία γραµµή και το παιδί τη συνέχιζε, δημιουργώντας ένα σχέδιο. Στη συνέχεια, το παιδί σχεδίαζε µια γραµµή και ο θεραπευτής έβαζε τα δικά του στοιχεία. Ο σκοπός ήταν η εγκαθίδρυση µιας επικοινωνιακή ς σχέσης µεταξύ αυτών των δύο µερών και συνάµα η παροχή δυνατότητας στο παιδί να εκφράσει τις κρυφές σκέψεις και τα συναισθήµατά του. Στη συνέχεια το παιδί υποβοηθείται να µιλήσει, να φτιάξει µια ιστορία για τις εικόνες που δηµιούργησε µαζί το θεραπευτή.