Η αδελφική σχέση είναι μια από τις σημαντικότερες, δυναμικές σχέσεις όπου το παιδί θέτει τις βάσεις για τις σχέσεις του με τους συνομηλίκους και τους ενήλικες και έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια από όλες τις άλλες σχέσεις, Cicirelli (1991). Το σύστηµα των αδελφών “αποτελεί την πρώτη ομάδα στην οποία το παιδί θα μάθει να συναλλάσσεται µε τους συνομηλίκους και µε την ευρύτερη κοινωνική ομάδα αργότερα, ενώ εκεί μαθαίνει να υποχωρεί, να υποστηρίζει, να ανταγωνίζεται και να ασκεί δεξιότητες που απαιτούνται για την εκτέλεση των διεργασιών αυτών” (Τάνταρος, 2004: 29; Παπαδιώτη, 2000).
Σύμφωνα με τα ερευνητικά ευρήματα, οι σχέσεις ανάμεσα στις αδελφές είναι ιδιαίτερα σημαντικές και τα κορίτσια-αδέλφια είναι περισσότερο υποστηρικτικά και βοηθητικά το ένα προς το άλλο. Τα επίπεδα επικοινωνίας στις αδελφές έχει βρεθεί να είναι υψηλότερα από αυτά των αδελφών. Ωστόσο, ο Connidis (1989) βρήκε ότι παρά τη πιο συχνή επαφή που έχουν οι αδερφές μεταξύ τους, οι αδελφές δεν είναι στενές φίλες μεταξύ τους σε αντίθεση με τα ζευγάρια αγοριών αδελφών που έχουν καλύτερες φιλικές σχέσεις.Τα αγόρια-αδέλφια έχουν περισσότερο ανταγωνιστική σχέση και δείχνουν μεγαλύτερη επιθετικότητα το ένα στο άλλο. Σύμφωνα με τον Broderick (1992) σε ενδιάμεσες διαβαθμίσεις ως προς την επιθετικότητα και τον ανταγωνισμό βρίσκονται στα «ανάμικτα» ζευγάρια αδελφών. Οι Wilson και συν. (1994) υποστηρίζουν ότι η καλή αδελφική σχέση σχετίζεται πιο πολύ με την ποιότητα της αδερφικής σχέσης παρά με τη συχνότητα της επαφής που έχουν τα αδέρφια.
Σε μια σχετική μελέτη που ερευνούσε τις αντιλήψεις των αδελφών στην μέση παιδική ηλικία και στην ενήλικη ζωή βρέθηκε ότι οι αδελφικές σχέσεις πρώτον γίνονται πιο ισότιμες και λιγότερο ασύμμετρες με την ηλικία, δεύτερον γίνονται λιγότερο έντονες με την ηλικία, και τρίτον περιλαμβάνουν εμπειρίες που εν μέρει καθορίζονται από τη στάση του παιδιού και τον αστερισμό της οικογένειας.Εν ολίγοις, οι σημαντικές μεταμορφώσεις συμβαίνουν στη δομή/θέση στις αδελφικές σχέσεις όπου οι σχέσεις γίνονται πιο δίκαιες (ισότιμες) και λιγότερο ασύμμετρες με την ηλικία. Οι λίγες υπάρχουσες μελέτες δίνουν αντιφατικά ευρήματα, όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις κατά τη διάρκεια της μέσης παιδικής ηλικίας και της εφηβείας. Ο Binger (1974) βρήκε ότι τα παιδιά απέδιδαν μεγαλύτερη δύναμη στα μεγαλύτερα αδέλφια ότι στα μικρότερα αδέλφια, ενώ το ποσό της δύναμης που αποδίδεται στα μεγαλύτερα αδέρφια αυξάνεται με την ηλικία. Οι αδελφικές σχέσεις γίνονται πιο στενές και πιο υποστηρικτικές κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της πρώιμης ενηλικίωσης (Buhrmester & Furman, 1990). Σε αυτή τη σχέση τα αδέλφια μαθαίνουν νέους ρόλους καθοδηγητή, δασκάλου ή αρχηγού για τα μικρότερα ή πιο αδύναμα αδέλφια (McHale & Gamble, 1987).
Μακροχρόνιες έρευνες έχουν δείξει ότι η ποιότητα των αδελφικών σχέσεων στην πρώιμη παιδική ηλικία προβλέπει την προσαρμογή αργότερα στην εφηβεία. Παρόλο που η σύγκρουση μπορεί να είναι μια δυναμική και συχνή διαδικασία ανάμεσα στα αδέρφια μπορεί να οδηγήσει ευκολότερα στο χαρακτηρισμό της σχέσης ως φυσιολογικής. Υπάρχει γενικά η άποψη ότι η μείωση των συγκρούσεων ανάμεσα στα αδέλφια οδηγεί στη βελτίωση της αδελφικής σχέσης (Kramer, 2010).
Επομένως, τα αδέλφια διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην κοινωνική, γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου, καθώς και στην ανάπτυξη διαπροσωπικών, γλωσσικών δεξιοτήτων και στην επίλυση συγκρούσεων. Βρίσκονται σε μια σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης και επανατροφοδότησης μεταξύ τους, αλλά και με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η στενή αδελφική σχέση βοηθά τους νέους να έχουν ενσυναίσθηση και να μπορούν να μπουν στη θέση του άλλου.
Με εκτίμηση,
Φρροκάϊ Φ.